προστελεύω — και προφτελεύω Ν διαρκώ, διατηρούμαι («δεν τού προστελεύει τίποτε»). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + τελεύω «τελειώνω σώνομαι» και ως μεταβατικό «εξαντλώ»] … Dictionary of Greek
τελειώνω — τελειῶ, όω, ΝΜΑ, και τελεῶ Α [τέλειος] φέρνω εις πέρας, περατώνω, συμπληρώνω, ολοκληρώνω κάτι (α. «τελείωσε τις σπουδές του στο εξωτερικό» β. «τελειώσω αὐτοῡ τὸ ἔργον», ΚΔ γ. «τελειώσαντες τὰς σπονδάς», Θουκ.) νεοελλ. 1. (μτβ.) καταναλώνω εξ… … Dictionary of Greek
τελεύω — Ν [τέλος] 1. τελειώνω, αποπερατώνω κάτι («τέλεψα νωρίς τις δουλειές μου») 2. (αμτβ.) α) τελειώνω, σώνομαι, εξαντλούμαι («μάς τέλεψαν τα χρήματα») β) μτφ. πεθαίνω («τέλεψε από τα βάσανα και τις ταλαιπωρίες») … Dictionary of Greek
υπολείπω — ὑπολείπω ΝΜΑ [λείπω] 1. αφήνω κάτι ως υπόλειμμα, αφήνω υπόλειμμα 2. (το μεσ.) υπολείπομαι α) μένω ως υπόλοιπο, ως περίσσευμα, απομένω (α. «υπολείπονται δύο δόσεις ακόμη» β. «πέμπτον δ ὑπελείπετ ἄεθλον», Ομ. Ιλ.) β) (μτφ. με γεν.) μένω πίσω,… … Dictionary of Greek
υπολιμπάνω — ΜΑ 1. αφήνω πίσω ως υπόλοιπο, καταλείπω 2. (αμτβ.) εκλείπω, σώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + λιμπάνω «λείπω»] … Dictionary of Greek
σώνω — σώνω, έσωσα βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: σώνω, σώνομαι : εκτός από την έννοια του σώζω, έχει και τις έννοιες → εξαντλώ, τελειώνω κάτι ή προφταίνω, προλαβαίνω να κάνω κάτι. Με αυτές τις σημασίες συνήθως απαντάται και η μτχ. σωμένος. Το απρόσ. σώνει →… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τελεύω — τέλεψα, τελεμένος 1. μτβ.,τελειώνω κάτι: Τελεύω το γράψιμο. 2. αμτβ., εξαντλούμαι, σώνομαι, πεθαίνω: Τέλεψαν τα λεφτά. – Τέλεψε από την αρρώστια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)